- κατάκοσμος
- -η, -ο (Α κατάκοσμος, -ον)ο υπερβολικά στολισμένος, αυτός που φέρει πολλά διακοσμητικά στοιχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -κοσμος (< κόσμος «τάξη»), πρβλ. παρά-κοσμος, σύγ-κοσμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάκοσμος — adorned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκοσμον — κατάκοσμος adorned masc/fem acc sg κατάκοσμος adorned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάκοσμοι — κατάκοσμος adorned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακοσμώ — (AM κατακοσμῶ, έω) [κατάκοσμος] στολίζω κάτι υπερβολικά, βάζω πολλά στολίδια («ἄγαλμα τεκταίνεταί τε καὶ κατακοσμεῑ», Πλάτ.) αρχ. 1. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη (α. «ἐπὶ νευρῇ κατεκόσμει... ὀϊστόν», Ομ. Ιλ. β. «πάντα δόμον κατακοσμήσησθε», Ομ. Οδ.) 2 … Dictionary of Greek
κατακόσμητος — η, ο (Μ κατακόσμητος, ον) [κατακοσμώ] κατάκοσμος* … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek